rééchelonner - translation to
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

rééchelonner - translation to


rééchelonné      
отсроченный
rééchelonnement      
{m} rééchelonnement d'une dette - отсрочка [выплаты] долга
rééchelonnement      
распределение (во времени или пространстве); отсрочка
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για rééchelonner
1. Conçu pour rééchelonner la dette des pays pauvres, le Club de Paris semble désormais confronté ŕ une nouvelle réalité économique.
2. Djerar, est en préparation et dans lequel Tonic Emballage demande à la banque de rééchelonner sa dette.
3. "A cette époque, la baisse des prix des hydrocarbures nous a obligés ŕ aller, en rampant, vers le Fonds monétaire international (FMI) pour rééchelonner notre dette, ce qui est indigne de notre pays, de notre peuple et de notre révolution", a dit le président Bouteflika, assurant que cela est une "expérience qui ne se rép';tera jamais plus". Sur les revenus du pétrole, le chef de l‘Etat a indiqué que "certains se sont interrogés sur notre façon de les gérer.